- γλύκυσμα
- γλύκυσμαsweetnessneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γλύκυσμα — το βλ. γλύκισμα … Dictionary of Greek
γλυκυσμάτων — γλύκυσμα sweetness neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκύσματα — γλύκυσμα sweetness neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλύκισμα — το (AM γλύκυσμα, Μ και γλύκισμα) 1. γλύκα, γλυκύτητα 2. γλυκό παρασκεύασμα με διάφορα υλικά και μέλι ή ζάχαρη νεοελλ. 1. εύγευστο έδεσμα 2. παρασκεύασμα γλυκό με θεραπευτικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. νεοελλ. γλύκισμα < αρχ. γλύκυσμα <… … Dictionary of Greek